Η κινητοποίηση κατά του νομοσχεδίου για τα εργασιακά (Loi Travail)

Εκτύπωση
20 Απριλίου 2016

Όταν άφησε να αποκαλύψει ο τύπος τις γενικές γραμμές του νόμου που διαρρυθμίζει την Εργατική Νομοθεσία, η Μιριαμ ελ Κομρι ήλπιζε ότι θα ξεκινήσει η καμπάνια επικοινωνίας της πριν συστηθεί επίσημα ο νόμος στη σύσκεψη των υπουργών. Από τη μεριά του, ο Μανουελ Βαλς καλλιεργούσε τον ρόλο του ως αρχηγό κράτους έτοιμο να διαρρυθμίσει οπωσδήποτε την χώρα και, μόλις άρχισαν να γκρινιάζουν οι βουλευτές της πλεοψηφίας, απείλησε να χρησιμοποιήσει το άρθρο 49 παράγραφο 3 του Γαλλικού Συντάγματος

Έπρεπε να μην είναι τόσο γεμάτος έπαρση γιατί αυτό το πολλοστό αντιεργατικό νομοσχέδιο έκανε να εκραγεί η πρώτη κινητοποίηση κάποιου μεγέθους από την προεδρία του Όλαντ. Η κινητοποίηση αυτή, αν και περιορισμένη είναι, προχωρεί ακόμα σε διαφορετικές μορφές στην ημερομηνία του άρθρου αυτού, αφού μια μέρα απεργίας και διαδηλώσεων προβλέπεται στις 28 Απριλίου.

Το νομόσχεδιο Ελ Κόμρι ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, αλλά δεν είναι η πρώτη επίθεση ενάντια στους εργαζομένους από το 2012. Είναι στην πραγματικότητα το αποκορύφωμα μιας σειράς νόμων που τσακίζουν τα δικαιώματα των μισθωτών και αφήνουν τους εργοδότες να επιβαρύνουν την εκμετάλλευσή τους. Ο νόμος αυτός για τα εργασιακά γενικεύει την Εθνική Διεπαγγελματική Συμφωνία (Accord National Interprofessionnel) που έκανε μπορετό να αυξάνουν την διάρκεια εργασίας ή να παγώνουν τους μισθούς με πρόσχημα την υπογραφή μιας "συμφωνίας ανταγωνιστικότητας". Είναι η συνέχεια και η διεύρυνση των νόμων του Μακρόν και του Ρεμπσαμέν που έκαναν πιο ελαστικούς πολλούς κανονισμούς σχετικά με δουλειά την Κυριακή, τα προνόμια των εργατοδικείων, την ιατρική της εργασίας, κτλ.

Το νομοσχέδιο για τα εργασιακά προκύπτει από μια καμπάνια που έκανε μεθοδικά η εργοδοσία ενάντια στην « έλλειψη ευελιξίας » της Εργατικής Νομοθεσίας, όπως λένε, δηλαδή με άλλα λόγια για να πέσουν ένα μετά το άλλο τα νομικά φράγματα που περιορίζουν λίγο την εκμετάλλευση και ελέγχουν τις απολύσεις. Η καμπάνια αυτή έγινε σταδιακά, πρώτα φάνηκε η έκθεση του Μπαδιντέρ (τον οποίο το Σοσιαλιστικό Κόμμα χρησιμοποιεί ως ηθική υποστήριξη της πολιτικής του) που πρότεινε να περιοριστεί η νομοθεσία σε μερικές ασαφείς και γενικόλογες αρχές, και έπειτα φάνηκε η δημοσίευση της έκθεσης του Κομπρεξέλ. Αυτός, που είναι ανώτερο στέλεχος στο Υπουργείο Εργασίας και πρωήν διευθυντής της Εργασίας κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Σαρκοζί, πρότεινε να αντικαταστήσει τον νόμο με συμφωνίες στο επίπεδο των επιχειρήσεων για να κανονιστούν οι συνθήκες εργασίας, μισθοί και εργασία. Εισήγε μια από τις πιο δηλητηριώδεις ιδέες του νομοσχεδίου, δηλαδή « η αναστροφή των κανόνων », που επιτρέπει να εφαρμόσουν οι εργοδότες κανονίσμους που είναι λιγότερο προστατευτικοί από τον νόμο, στο επίπεδο μιας επιχείρησης.

Άρα η κυβέρνηση προχωρούσε ανοιχτά. Από το Σεπτέμβριο, ο Ολάντ δήλωσε την πρόθεσή του να « αρμόσει την εργασία στην πραγματικότητα των επιχειρήσεων ». Μόλις ο Κομπρεξέλ έδωσε τις συμβουλές του, ο Όλαντ ήθελε να τις εφαρμόσει βιαστικά, για παράδειγμα τροποποίησε την ημερήσια διάταξη στο 4ο Κοινωνικό Συνέδριο, στις 19 Οκτωβρίου 2015. Δήλωσε τότε ότι ήθελε να « ελαφρύνει τους εξαναγκασμούς που επιβαρύνουν τις επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά την Εργατική Νομοθεσία, για να αναθερμανθεί η ανταγωνιστικότητα ». Ο Όλαντ προσέθεσε : « Η κυβέρνηση έχει την ιδέα να προχωρήσει γρηγορότερα απ' ό,τι προβλέπει η έκθεση του Κομπρεξέλ για συνγκεκριμένα θέματα »

Η συνένοχος απάθεια των συνδικαλιστικών οργανώσεων

Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν ξαφνιστήκαν και είχαν στη διάθεσή τους μερικές μήνες για να ετοιμάσουν την κοινή γνώμη των εργατών και να οργανώσουν την αντεπίθεση ενάντια σε όλες τις επιθέσεις που ετοιμάζονταν. Δεν έκαναν τίποτα απ' αυτά, αλλά και συνετέλεσαν να συσκοτίσουν τη συνείδηση των εργαζομένων. Όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση του Κομπρεξέλ, ο Λορέν Μπεργέ ήταν ικανοποιημένος που « η έκθεση συμφωνεί με την ανάλυση της CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία της Εργασίας) », και υπολόγιζε να « δημιουργήσει κανονισμούς πιο κοντά σε όπου θα υπάρχουν τα δικαιώματα ». Η CGT (Γενική Συνομοσπονδία των Εργαζομένων) από τη μεριά της κατήγγειλε αυτά τα μέτρα που αντιβαίνουν στον γενικό κανόνα, υποστηρίζοντας ότι « οι μισθωτοί και οι εργοδότες δεν είναι ίσοι μέσα στην επιχείρηση », προσπάθησε όμως να πείσει την κυβέρνηση ότι έκανε λάθος, πράγμα που έδινε την παραίσθηση ότι θα μπορούσε να αλλάξει την πολιτική του.

Τέσσερις μήνες μετά, όταν οι λεπτομέρειες του νομοσχεδίου Ελ Κομρί δημοσιοποιήθηκαν, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες ύψωσαν την φωνή τους λιγάκι. Αλλά η κύρια μομφή τους κατά της κυβέρνησης ήταν το ότι δεν τους συμβουλεύτηκε. Ο Φιλίπ Μαρτινέζ, ο συνομοσπονδιακός γραμματέας της CGT, είπε λυπημένα : « Συναντήσαμε με την υπουργό μόνο δυο ώρες και ενημερωθήκαμε για το περιεχόμενο του νόμου μέσα τον Τύπο ». Είτε είναι ειλικρινείς οι συνομοσπονδίες είτε όχι, ακόμα και η CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία της Εργασίας) αισθάνθηκε ότι έπρεπε να μην φανεί αλληλέγγυα προς το νομοσχεδίο. Και έτσι εννέα συνδικάτα, έξι μισθωτών και τρία φοιτητών και μαθητών, γέννησαν μια κοινή δήλωση στις 23 Φεβρουαρίου. Αλλά στο κείμενο αυτό δήλωσαν μόνο ότι « οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν είναι ικανοποιημένες με το νομοσχέδιο » και δεν υπολόγιζαν να κηρύξουν την απεργία. Χρειάστηκαν και άλλο σύλλογο μια εβδομάδα αργότερα για να κηρύξουν την απεργία έξι συνδικάτα... αλλά στις 31 Μαρτίου. Με άλλα λόγια, οι συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες, και της CGT συμπεριλαμβανομένης, δεν είχαν τεράστια επιθυμία να προκαλέσει την άμεση και αποφασιστική αντεπίθεση των εργαζομένων. Και η Μαρτίν Ομπρί κατήγγειλε το νομοσχέδιο για τα εργασιακά με περισσοτερή δύναμη από τον Φιλίπ Μαρτινέζ.

Το νομοσχέδιο Ελ Κομρί αποκριστάλλωσε την οργή

Παρ' όλη την απάθεια των συνδικαλιστικών διοικήσεων, η ανακοίνωση του νομοσχεδίου προκάλεσε κάποιο αναβρασμό μέσα στους εργαζομένους, σε διαφορετικούς τομείς και σε διαφορετικά στρώματα, και σε ένα μέρος της νεολαίας που ανησυχεί για το μέλλον της με την επικαιρότητα που της υποσχέθηκαν. Σε πολλές επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες, στις τομείς παραγωγής και στα γραφεία, και ακόμα ανάμεσα στα στέλεχη, συζητήσεις έγιναν για το νομοσχέδιο, και όχι μόνο με πρωτοβουλία των αγωνιστών συνδικαλιστών. Κατά την γνώμη πολλών εργαζομένων, προσπαθώντας να επιβάλλει ό, τι ο Σαρκοζι δεν τόλμησε, η κυβέρνηση πήρα το τελευταίο μέτρο που μπορούν να αντέχουν. Το νομοσχεδίο φάνηκε, και στην πραγματικότητα ήταν, μια κήρυξη πολέμου κατά των μισθωτών. Βέβαια δεν είχαν πια πολλές αυταπάτες από το 2012, οι εργαζόμενοι και ανάμεσα τους οι αγωνιστές συνδικαλιστές αλλά και το ηθικό πεσμένο είχαν. Η επίθεση αυτή αναζωπύρωσε την αγωνιστικότητα πολλών αγωνιστών και τους έδωσε την επιθυμία να επιστρατεύσουν τους συναδέλφους τους.

Ο αναβρασμός ενάντιον στο νομοσχέδιο είχε διαφορετικές μορφές. Η αίτηση στο διαδίκτυο που άρχισε μια αγωνίστρια φεμινίστρια, που ήταν μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος πολύ καιρό, η Καρολίν δε Χαάς, σημείωσε αστραπιαία επιτυχία, που γνωστοποίησαν τα ΜΜΕ. Βοήθησε να συντηρήσει την ατμόσφαιρα απόρριψης του νομοσχεδίου. Τα στρώματα αυτά, αυτοί που μέσα το Σοσιαλιστικό Κόμμα το επικρίνουν, αυτοί που συμπαθούν το Αρίστερο Μέτωπο, και τα συνδικάτα φοιτητών και μαθητών, ήταν οι πρώτοι που καλέσαν να γίνει διαδήλωση στις 9 Μαρτίου, την μέρα που προβλεπόταν το νομοσχέδιο να παρουσιαστεί στη σύσκεψη των υπουργών. Με την πίεση των βασικών οργανώσεων τους, η συνομοσπονδία CGT, αλλά και τα συνδικάτα FO και SUD τελικά πήραν μέρος. Εδώ και πολύ καιρό, τα περισσότερα συνδικάτα των σιδηροδρόμων SNCF καλούσαν να γίνει απεργία την ίδια μέρα, ενάντιον στην εφαρμογή ενός νέου κανονισμού εργασίας σ' αυτό τον τομέα, που προβλέπει την ίδια οπισθοδρόμηση με το νομοσχέδιο. Όλες οι πρωτοβουλίες αυτές, που πήραν χωριστά οργανώσεις και όμαδες, η καθεμία με την υστεροβουλία της, είχαν ωστόσο ως συμπέρασμα να δημιουργήσουν μια δυναμική για να γίνει η διαδήλωση στις 9 Μαρτίου ένα τεστ κατά του νομοσχεδίου.

Οι διαδηλώσεις στις 9 Μαρτίου είχαν αρκετή επιτυχία. Από 250 000 μέχρι 400 000 διαδηλωτές πραγματοποίησαν πορεία σε περίπου 150 πόλεις. Οι πορείες αυτές όπου ενώνονταν η νεολαία από τα λύκεια και τα πανεπιστήμια μαζί με μεγάλες ομάδες αγωνιστών και εργαζομένων, από τους σιδηροδρόμους, από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα, αναπτέρωσαν το ηθικό των συμμέτοχων. Ήταν πολύς καιρός που δεν υπήρχαν τέτοιες πορείες, και για πολλούς, έπρεπε να συνεχίζουν. Σε μερικές επιχειρήσεις, παρ' όλο που ήταν διφορουμένη η συνομοσπονδιακή κλήση, τα τοπικά συνδικάτα κάλεσαν στάσεις εργασίας, που κάποτε δεν ακολουθήσαν μόνο οι αγωνιστές.

Ταυτόχρονα, είτε κατάλαβε τι σημασία έχει η κινητοποίηση είτε ακολούθησε ένα σενάριο που είχε προκαθορίσει με τις πιο εξυπηρετικές συνδικαλιστικές διοικήσεις, η κυβέρνηση δήλωσε ότι θα συναντήσει με τα συνδικάτα για να ακούσει τα παράπονά τους και ανέβαλε την παρουσίαση του νομοσχεδίου για τις 14 Μαρτίου. Ο Βαλς υποχώρησε σε μερικά θέματα, π.χ. στον επιτακτικό κλίμακα επιδομάτων που καθορίζει τα ανώτατα επιδόματα που μπορούν να δώσουν τα εργατοδικεία σε περίπτωση απόλυσης χωρίς λόγο, και στην δυνατότητα για τους εργοδότες των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων να εφαρμόσουν μονόπλευρα τις συνθήκες των στελεχών (με βάση τη μέρα εργασίας) σε όλους τους μισθωτούς. Το συνηθισμένο ξεγέλασμα αυτό έδωσε την ευκαιρία για τα συνδικάτα μισθωτών, τη CFDT (Γαλλική Δημοκρατική Συνομοσπονδία της Εργασίας) και την UNSA (Εθνική Ένωση των Αυτόνομων Συνδικάτων) και για το συνδικάτο φοιτητών τη FAGE (Συνομοσπονδία των Γενικών Οργανισμών των Φοιτητών) να δηλώσει ότι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά ήταν « αποδεκτό » και είχε και « εμφανείς βελτιώσεις για τους εργαζομένους. »

Η προβλεψιμότατη αναστροφή των δυο συνομοσπονδιών, και μερικές κραυγές που έβγαλε ο Γαττάζ (ο αντιπρόσωπος της εργοδοσίας) γιατί ανησυχούσε για τις υποχωρήσεις του Βαλς, βοήθησε την καμπάνια των ΜΜΕ που επαναλάμβαναν διαρκώς ότι στη μορφή αυτή το νομοσχέδιο ήταν ισορροπημένο και αποδεκτό. Δεν ήξερε κανείς αν όλα αυτά επιβραδύσουν το κίνημα διαμαρτυρίας. Ήταν η πρώτη φορά κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ολάντ που ένα μέρος των αγωνιστών ήθελε πάλι να ενεργήσει, αλλά τι θα κάνουν οι εργαζόμενοι; Θα αναθαρρέψουν και θα ανταποκριθούν στις κλήσεις απεργίας, για να αντεπιτεθούν; Την απορία αυτή όλοι την είχαν, οι υπουργοί, οι πολιτικοί και οι συνδικαλιστικές διοικήσεις.

Η αρχή της κινητοποίησης

Μετά την επιτυχία στις 9 Μαρτίου, οι συνομοσπονδίες αποφάσισαν να οργανώσουν την αντεπίθεση. Με την απόφασή τους να κανονίσουν την απεργία στις 31 Μαρτίου, αν και ήταν αργά, έδωσαν έναν στόχο για τους αγωνιστές. Είτε διαδήλωσαν στις 9 Μαρτίου είτε όχι, οι εργαζόμενοι είχαν στη διάθεσή τους μια προθεσμία για να δείξουν την αντίθεσή τους για το νομοσχέδιο. Παντού οι ομάδες αγωνιστών είχαν την επιθυμία να επιστρατεύσουν τους συναδέλφους τους. Η αναζωπύρωση αγωνιστικότητας εξαρτιόταν από τις επιχειρήσεις, από τις τοπικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά παντού προκηρύξεις μοιράστηκαν, αγωνιστές επισκέφτηκαν επιχειρήσεις, κτλ. Πόσο πιο πρόθυμοι ήταν οι αγωνιστές να ξαναπάρουν τη βασική αυτή δουλειά που επιτέλους οι συνάδελφοί τους δεν εκφράζονταν μόνο τη μοιρολατρία τους, τη πεποίθηση ότι « δεν μπορούμε να τους αναγκάσουμε να υποχωρήσουν », γιατί έχουμε χρόνια να δούμε συλλογικούς αγώνες να νικάν ενάντιον στις διαρκείς επιθέσεις κατά των εργαζομένων. Για την πρώτη φορά κατά την διάρκεια της προεδρίας του Ολάντ, το ηθικό ενός μέρους των αγωνιστών έχει ανεβεί, και είχαν πάλι την επιθυμία να αντιδράσουν. Ήταν μια σημαντική διαφορά με την αντιδραστική ατμόσφαιρα που κυριαρχούσε εδώ και μερικές μήνες, με την εκλογική ανάπτυξη του Εθνικού Μετώπου και τις τρομοκρατικές δολοφονίες. Και η αλλαγή αυτή είναι ένα πλεονέκτημα της κινητοποίησης.

Χωρίς να δώσουν προτεραιότητα στην κινητοποίηση, οι συνομοσπονδίες πήραν μέρος στην κλήση από τις οργανώσεις της νεολαίας να διαδηλώσουν στις 17, και έπειτα στις 24 Μαρτίου. Οι διαδηλώσεις αυτές σε πάνω από εκατό πόλεις, αν και δεν ήταν μεγάλες, συνετέλεσαν στην προετοιμασία της μέρας διεκδίκησης στις 31 Μαρτίου. Οι δήθεν διαμαρτυρoμένες συνομοσπονδίες -αν και δεν διαμαρτυρήθηκαν για τίποτε στην διάρκεια της προεδρίας του Ολάντ- μπορούσαν να πάρουν μέρος στην κινητοποίηση, γιατί δεν ήταν ούτε μαζική ούτε εκρηκτική, και είχαν την πληρή εξουσία. Την εξέλιξη της κινητοποίησης που μόλις άρχισε όλα τα συνδικαλιστικά και πολιτικά όργανα την παρακολουθούσε προσεκτικά. Για τα συνδικάτα, ήταν μια ευκαιρία να γίνουν πάλι πιστευτά για τους εργαζομένους και να επιδείξουν στην κυβέρνηση ότι δεν μπορεί να τα αγνόησει και να τα περιφρονήσει, όπως το έκανε εδώ και χρόνια. Πριν το συνομοσπονδιακό συνέδριο της CGT, ο Φιλίπ Μαρτινέζ, ο γενικός γραμματέας που εξελέγη χωρίς ενθουσιασμό μετά από την αποχώρηση του Τιερύ Λεπάν, μπόρεσε να επιδείξει σε όλους τους αγωνιστές ότι το συνδικάτο του τόλμησε να καταπολεμήσει την κυβέρνηση του Ολάντ, και ταυτόχρονα δεν επίμενε να ξεκινήσει μια πραγματική απεργία διάρκειας. Αφού καμιά ομάδα εργαζομένων, στο επίπεδο ενός τομέα ή κλάδους, δεν ετοιμαζόταν να αρχίσει μια απεργία διάρκειας, η ντροπαλή συμπεριφορά αυτή δεν προκάλεσε διαμαρτυρίες μέσα στη CGT.

Μια μειονότητα σηκώνει κεφάλι

Στις 31 Μαρτίου, η απεργία είχε μια αναμφισβήτητη επιτυχία. Από 500 000 μέχρι 1 εκατομμύριο διαδηλωτές ήταν στους δρόμους σε 260 πόλεις, και κάπου πολύ μικρές, δηλαδή δυο φορές περισσότεροι διαδηλωτές απ' ό,τι στις 9 Μαρτίου. Βέβαια, οι φοιτητές και οι μαθητές ήταν συχνά στην κεφαλή πορείας και εκφράζονταν με τα πανό τους, τα συνθήματά τους, και την επιθυμία τους να αγωνιστούν, την απόρριψη μιας προκαθορισμένης ζωής επικαιρότητας. Αλλά οι πορείες κυρίως συνίσταντο από δημόσιους και ιδιωτικούς μισθωτούς, από μεγάλες και μικρές επιχειρήσεις. Πρέπει να προσθέσουμε όσους έκαναν στάσεις εργασίας και δεν διαδήλωσαν κάθε φορά. Πήραν μέρος στην κινητοποίηση κάποιοι εργαζόμενοι που είχαν χρόνια να διαδηλώσουν ή να απεργήσουν, και καμιά φορά ποτέ δεν το είχαν κάνει. Όλα τα τεχνάσματα της κυβέρνησης με τη βοήθεια μερικών συνδικαλιστικών διοικήσεων δεν πέτυχαν.

Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις δεν σταμάτησαν την κινητοποίηση στις 31 Μαρτίου. Πριν τη μέρα αυτή, ανέφεραν άλλες μέρες, την 5 Απριλίου με τις οργανώσεις της νεολαίας, και τη Σάββατο 9ο Απριλίου. Καλώντας τους εργαζομένους να κινητοποιηθούν το Σάββατο, τους έκαναν να περιμένουν, αλλά προπαντός έβαλαν στοίχημα. Από τη μια μεριά, έτσι επέτρεψαν όσους δεν ήταν σε θέση να απεργήσουν, και ιδιαίτερα οι απομονωμένοι εργαζόμενοι στις μικρές επιχειρήσεις, να συμμετάσχουν στο κίνημα, ώστε επεκταθεί η κινητοποίηση σε άλλα μέρη της εργατιάς. Από την άλλη, για τις διαδηλώσεις που οργανώνονται το Σάββατο είναι πιο δύσκολο να φύγουν συλλογικά από τις επιχειρήσεις ή από τις βιομηχανικές περιοχές. Η συμμετοχή είναι σε μια ατομική βάση. Μερικοί εργαζόμενοι ανέφεραν στην χρήση βίας από την αστυνομία στις διαδηλώσεις και γι' αυτό δεν ήθελαν να διαδηλώσουν με την οικογένειά τους, πράγμα που δείχνει τον περιορισμό της αποφασιστικότητά τους. Επιπλέον στις 9 Απριλίου, οι σχολικές διακοπές άρχισαν σε μερικές περιοχές.

Βέβαια δεκάδες χιλιάδες μισθωτοί, φοιτητές και μαθητές κατέβηκαν πάλι στους δρόμους εκείνη τη μέρα, αλλά λιγότεροι ήταν απ' ό,τι στις 31 Μαρτίου και στις 9 Μαρτίου. Το κίνημα συνέχιζε αλλά δεν εμβάθυνε ούτε επέκτεινε σε άλλους, ούτε στην νεολαία ούτε στους εργαζομένους.

Η κινητοποίηση ανάμεσα στη νεολαία

Από την αρχή, τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση τονίζουν την κινητοποίηση στην νεολαία, πράγμα που τους επιτρέπει να ελαχιστοποιήσουν την κινητοποίηση των εργαζομένων, η οποία θα τους ανησυχούσε περισσότερο, στο κοινωνικό και στο πολιτικό επίπεδο, αν επέκτεινε. Μερικές φορές, η κυβέρνηση προσπάθησε να χωρίσει τη νεολαία από την εργατιά, μάταια, και ιδιαίτερα ικανοποίησε κάτι διεκδικήσεις από την UNEF (Εθνική Ένωση των Φοιτητών της Γαλλίας), που είναι ένα συνδικάτο με ιστορικές σχέσεις με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, αν και εκφράζεται τώρα τις απόψεις των εσωτερικών επικριτών του ΣΚ και γενικά των απογοητευμένων του ζευγαριού Βαλς-Ολάντ.

Ένα μέρος της μαθητικής και φοιτητικής νεολαίας που είναι μια μειονότητα αλλά αποφασιστική, αμέσως κινητοποιήθηκε ενάντια στο νομοσχέδιο. Στα πανεπιστήμια, αγωνιστές από τα συνδικάτα φοιτητών UNEF και Solidaires Étudiant-e-s (Αλληλέγγυοι Φοιτητές/τριες), από τις πολιτικές οργανώσεις JC (Κομμουνιστική Νεολαία) και UEC (Ένωση των Κομμουνιστών Φοιτητών), από αναρχικές οργανώσεις ή από την Ακροαριστεράς πήραν την πρωτοβουλία να οργανώνουν γενικές συνελεύσεις, να γυρίζουν από αμφιθέατρα σε πανεπιστημιακές αίθουσες, να μπλοκάρουν λίγο πολύ σκληρά τα πανεπιστήμια για να κινητοποιηθούν οι φοιτητές. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, στις γενικές συνελεύσεις δεν συγκεντρώθηκαν περισσότερο από μερικές εκατοντάδες φοιτητές, αν και ήταν πολύ περισσότεροι στις πολλές διαδηλώσεις το Μαρτίο.

Ταυτόχρονα ξεκίνησε η κινητοποίηση στα λύκεια, μερικών επαγγελματικών λυκείων συμπεριλαμβανομένων. Εκτός από τις πορείες, οι μορφές της κινητοποίησης ήταν τα μπλοκαρίσματα, με λίγο πολύ αυστηρό έλεγχο (ανάλογα με τις μέρες μέχρι 200 λύκεια μπλοκαρίστηκαν), οι γενικές συνελεύσεις με τη συμφωνία της διοίκησης ή όχι, για να συζητούν το νομοσχέδιο και τους τρόπους να το καταπολεμήσουν. Σημαντικά, η κινητοποίηση των μαθητών χαρακτηριζόταν από τη συμμετοχή μαθητών που αν και πολύ νέοι κατάλαβαν ότι το μέλλον τους μέσα στην κοινωνία αυτή αποτελείται από επικαιρότητα και ελαστικότητα, πράγμα που συνόψισε το σύνθημα "Το νομοσχέδιο Ελ Κομρί, απαίσια ζωή". Αν και δεν αντιμετώπισαν οι ίδιοι την εκμετάλλευση, οι πιο κινητοποιημένοι απ' αυτούς κατάλαβαν ξεκάθαρα ότι το νομοσχέδιο γράφτηκε για την εργοδοσία και απ' αυτήν, όπως το έλεγε το πανό "Διαχωρισμός του MEDEF (δηλαδή της οργάνωσης εργοδοτών) και του Κράτους"

Ένα άλλο θέμα συζήτησης και σκέψης για τους μαθητές είναι πώς να αντιδράσουν στην χρήση βίας από την αστυνομία. Σε πολλές πόλεις οι αστυνομικοί ενέργησαν με υπερβολική αυστηρότητα, και διασκόρπισαν σκληρά τους διαδηλωτές, αν και έμειναν στα επιτρεπτά όρια. Σοκάρισαν οι εικόνες του αστυνόμου που χτύπησε έναν 15-χρονών μαθητή στο πρόσωπο. Δεν ταιρίαζαν με άλλες εικόνες, τις πρόσφατες εικόνες διαδηλωτών που έδωσαν λουλούδια σε αστυνόμους μετά από τις τρομοκρατικές επιθέσεις πέρσι στο Παρίσι. Βέβαια για μερικούς φοιτητές, οι βιαίες ενέργειες της αστυνομίας τους έκοψαν τη φόρα, αλλά άλλοι συμπέραναν ότι έπρεπε να προστατέψουν την πορεία τους, και να κρατήσουν εκείνους που παρεισφρέουν στις διαδηλώσεις και προκαλούν επεισόδια έξω από την πορεία τους. Ένα άλλο μέρος, ακόμα και πολύ νέων μαθητών, ήθελε να πιαστούν στα χέρια με τους αστυνόμους και συμπαθούσε το λεγόμενο "αυτόνομο" κίνημα, που νομίζει ότι το κορύφωμα της πολιτικής ριζοσπαστικότητας είναι να σπάσουν τις βιτρίνες των υποκαταστημάτων τράπεζας ή να πιαστούν στα χέρια με τους αστυνόμους. Η κατανόηση των ενεργειών αυτών, και ακόμα η συμπάθεια για αυτές είναι χαρακτηριστικό της κινητοποίησης στην νεολαία.

Ανεξάρτητα από την εξέλιξη του κινήματος αυτού, μερικές χιλιάδες μαθητές, δηλαδή μια νέα γενεά, πολιτικοποιούνται, ανακάλυψαν τον ρόλο της αστυνομίας, τα τεχνάσματα της κυβέρνησης, τους δισταγμούς και τις μεταστροφές των συνδικαλιστικών διοικήσεων.

Το κίνημα Nuit debout και τα όρια του

Από την αρχή του Απριλίου, τα ΜΜΕ ενδιαφέρονται πολύ με το κίνημα Nuit Debout (Όλη νύχτα στο ποδί), μια συγκέντρωση-φόρουμ που έχει στην πλατεία Δημοκρατίας (place de la République) στο Παρίσι, και έχει μιμηθεί σε μερικές πόλεις, και το παρουσιάζουν με κάποια υπερβολή ως το σημαντικό σημείο της κινητοποίσης. Το κίνημα Nuit debout που συγκεντρώνει ανάλογα με τις μέρες από μερικές εκατοντάδες έως μερικές χιλιάδες συμμέτοχους σε όλη την χώρα προκύπτει από την κινητοποίηση και συμβάλλει κάπως να διατηρηθεί ο αναβρασμός ενάντιον στο νομοσχέδιο και στην πολιτική της κυβέρνησης. Συμπαθούμε τους συμμέτοχους, και ιδιαίτερα τους νεότερους απ' αυτόυς, που πολιτικοποιούνται και εκφράζονται εκεί την εξέγερσή τους απέναντι στις πολλοστές βαρβαρότητες και αδικίες της κοινωνίας, και ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Και τους συμπαθούμε τόσο περισσότερο που οι πολιτικοί φορείς, από το Σοσιαλιστικό Κόμμα μέχρι το Έθνικο Μέτωπο, διαφοροποιήθηκαν απ' αυτούς και μερικοί απαίτησαν ακόμα να τους διώξουν από την πλατεία. Παρ' όλη την συμπάθεια, και την αλληλεγγύη μας, πρέπει να μην αποσιωπήσουμε τα όρια των Nuits debout.

Αυτοί που συμμετέχουν σε αυτά τα φόρουμ προέρχονται από τη διανοούμενη μικροαστική τάξη, λίγο πολύ επίκαιρη. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι μια κριτική, αλλά μια διαπίστωση που έκαναν και οι υποκινητές της κινητοποίησης οι ίδιοι, όπως ο σκηνοθέτης Φρανσουά Ρυφίν (που σκηνοθέτησε την ταινία "Merci patron" (Σας ευχαριστώ, αφέντη μου)) ή ο Φρεδερίκ Λορδόν, ένας οικονομολόγος υπέρμαχος της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, που κάθε τόσο λένε "Πρέπει να μην μείνουμε μόνο μεταξύ μας". Αλλά όταν οργανώσει κανείς τα φόρουμ τη νύχτα, στο κέντρο του Παρισιού, αυτός είναι τυφλός για τα κοινωνικά θέματα αν ξαφνιαστεί που δεν συμμετέχουν στα Nuits debout όσοι ξυπνούν νωρίς για να πάνε στο εργοστάσιό τους ή στο γραφείο τους, μετά από ώρες μεταφοράς από τα προάστια όπου μένουν, δηλαδή οι περισσότεροι εργαζόμενοι!

Η κοινωνική καταγωγή τους καθρεφτίζει αναγκαστικά στις συζητήσεις και στους στόχους του κινήματος. Εκτός από την ποικιλία των φροντίδων τους, από την δικτατορία του χρηματιστηρίου στην οικονομία μέχρι τον καλύτερο τρόπο να χρησιμοποιήσουν τα βιολογικά προϊόντα, οι συμμέτοχοι ενδιαφέρονται πολύ για την μορφή των συζητήσεων όπου ο καθένας μπορεί να πάρει τον λόγο και ο χρόνος ομιλίας πρέπει να τηρηθεί με αυστηρότητα για όλους. Με πρόσχημα την "άμεση και συμμετοχική δημοκρατία" είναι της μόδας στην Πλατεία της Δημοκρατίας να απορρίψουν κάθε μορφή πολιτικής οργάνωσης, που είναι ένα κάθετο πράγμα κατά την γνώμη τους. Οι συμμέτοχοι δηλώνουν ότι θέλουν να αρχίσουν "ένα καινούργιο δημοκρατικό κίνημα, έξω από κάθε κόμμα και κάθε οργάνωση"

Ας παρατηρήσουμε ότι η απολιτική προσέγγιση αυτή είναι αφελέστατη και επιτρέπει να μην μείνουν με σταυρωμένα χέρια πολύ πολιτικοποιημένοι διανοουμένοι, όπως ο Φρεδερίκ Λορδόν, που υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ και την "εθνική κυριότητα", ή αγωνιστές από διαφορετικά πολιτικά κινήματα, όπως η Αλίν Παγιέ, πρώην βουλευτίνα του Κομμουνιστικού Κόμματος που έγραψε αναιδώς "Μισώ τα πολιτικά όργανα που σταματάν πάντα τα κινήματα"

Ουσιωδώς, η απόρριψη των πολιτικών κομμάτων που υποστηρίζουν σε κάθε εκλογή το "σύστημα" και την σταθερή διάρκεια της κοινωνικής διάρθρωσης μπορεί να γίνει αποτελεσματική μόνο αν βοηθήσει να καταλάβει κανείς πως λειτουργεί πραγματικά η σημερινή κοινωνία τάξεων. "Η χρηματιστηριακή και πολιτική ολιγαρχία" που καταγγέλλουν αυτοί που συμμετέχουν στο κίνημα Nuit Debout, δηλαδή η καπιταλιστική αστική τάξη, δεν κουβεντιάζει για την άμεση δημοκρατία που, όπως το υποθέτουν, θα αποδυνάμωνε το κράτος! Έχει στη διάθεσή της τα κρατικά όργανα, δηλαδή τη Δικαιοσύνη, τον στρατό, την αστυνομία για να προστατεύουν την ιδιωτική ιδιοκτησία της, για να καταστέλλουν αυτούς που απορρίπτουν την εκμετάλλευση, την κοινωνική διάρθρωση, για να εξασφαλιστεί η πρόσβασή της στις πρώτες ύλες ή η αποκλειστικότητα σε τάδε αγορά.

Για να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμο, δεν θα αρκέσει να το ονειρευτούμε σε μια πλατεία, αν και είναι γεμάτη ανθρώπους, δεν θα αρκέσει να εφεύρουμε μια "άμεση και οριζόντια δημοκρατία", πρέπει να καταστρέψουμε την δικτατορία του κεφαλαίου. Η δικτατορία αυτή συνδέεται με την εκμετάλλευση των εργαζομένων και των καταπιεζομένων. Για να την καταστρέψουμε, πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι καταπιεζόμενοι ότι είναι μια κοινωνική ισχύς, μια συλλογική δύναμη με πολιτικά συμφέροντα που είναι αντίθετα με των καπιταλιστών.

Όταν ένα σημαντικό μέρος της εργατικής τάξης σηκώσει κεφάλι και αγωνιστεί πάλι, είτε ενάντιον στο νομοσχέδιο Ελ Κομρί είτε ενάντιον στην επομένη επίθεση που θα πέσει αναπόφευκτα, θα ήταν χείριστο αν επέτρεπε να παραπλανηθεί από ένα κίνημα που θεωρεί την απολιτικότητα μεγαλύτερο προτέρημα. Η εργατική τάξη, με το μέγεθός της, με τον καθοριστικό της ρόλο σε όλα τα επίπεδα για την παραγωγή ή το μοίρασμα χρημάτων, είναι η μοναδική τάξη που μπορεί να καταστρέψει την δικτατορία του κεφαλαίου. Πρέπει να γίνει επικεφαλής του αγώνα αυτού, και να μην επιτρέψει τις φλυαρίες ενός μέρους της μικροαστικής τάξης έστω και καλά διατεθειμένης να την περιπλανήσουν.

Αν το κίνημα Nuit debout διαρκούσε και επεκτεινόταν, η εξέλιξη αυτή θα μπορούσε να γίνει. Μερικοί το θεωρούν ήδη μια ενδεχόμενη διεύθυνση της κινητοποίησης. Αυτή τη θεωρία εκθετείται για παράδειγμα σε ένα άρθρο άποψης αναρτήμενο στην ιστοσελίδα του NPA (Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα), με τον απίστευτο τίτλο "Ας λάμψουν οι πολύτιμοι λίθοι". Λέει τα έξης: "Nuit debout αρχίζει να αποτελεί ενδεχομένως μια εναλλακτική διοίκηση αντί για τις συνδικαλιστικές διοικήσεις που υποχωρούν γιατί αρχίζουν να μην ελέγχουν πια το κίνημα και δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά την κυβέρνηση". Το άρθρο μπορεί να καθρεφτίζει μόνο την άποψη τουν συντάκτη του, αλλά αποκαλύπτει πως σκέφτονται αυτοί που ενθουσιάζονται υπερβολικά με το κίνημα Nuit debout.

Στο κίνημα αυτό ή σε ένα μελλοντικό κίνημα, αν η αγωνιστικότητα των εργαζομένων αύξανε ώσπου να περάσει τα όρια που μπορούν να αποδεχτούν οι συνδικαλιστικές διοικήσεις, θα είναι ένα ζήτημα αν πρέπει να γίνει μια εναλλακτική διοίκηση. Αλλά μια τέτοια διοίκηση πρέπει να προκύψει από τους ίδιους τους απέργους και από τις συνελεύσεις των που θα την εκλέξει, αναγνωρίσει και ελέγξει, στο τοπικό και στο εθνικό επίπεδο. Για να οργανωθούν δημοκρατικά οι εργαζόμενοι, πρέπει να γίνει η οργάνωση πρώτα στο επίπεδο μιας επιχειρήσης, ενός τοπικού τομέα, μιας βιομηχανικής περιοχής πριν το επίπεδο της πόλης. Σε αυτά τα επίπεδα, ξέρει ο ένας τον άλλο, και μπορούν να επιβεβαιώσουν αν οι ιδέες και οι ενέργειες που προτείνονται είναι κατάλληλες και αποτελεσματικές.

Πρέπει να χτίσουν το δικό τους πολιτικό κόμμα οι εργαζόμενοι

Είτε ξαναπάρει φόρα το τρέχον κίνημα και καταφέρει να αποσυρθεί το νομοσχέδιο είτε όχι, πρέπει το μέρος της νεολαίας που πολιτικοποιήθηκε και το μέρος των εργαζομένων που σήκωσε κεφάλι να αντλήσει πολιτικά διδάγματα απ' αυτό, δηλαδή την κατανόηση του ταξικού μηχανισμού και του συσχετισμού ταξικών δυνάμεων που κυβερνάν την κοινωνία. Θα ήταν μια εγγύηση για το μέλλον και ο ρόλος των κομμουνιστών επαναστατών αγωνιστών είναι να τους βοηθήσουν να αντλήσουν τα διδάγματα αυτά.

Το κύριο δίδαγμα είναι ότι ο ταξικός πόλεμος που διεξάγουν η εργοδοσία και η αστική τάξη κατά των εκμεταλλευομένων είναι αδυσώπητος και άσπλαχνος και θα συνεχίσει ώσπου τους αρπάξουν οι εργαζόμενοι την εξουσία τους και το έλεγχος των μέσων παραγωγής. Με την οικονομική κρίση η ταξική πάλη είναι πιο άσπλαχνη ακόμα. Το να επιδεινώσουν την εκμετάλλευση, να χαμηλώσουν τους μισθούς, να αποδυναμώσουν την δυνατότητα να αντιδράσουμε συλλογικά, αυτά δεν είναι πολιτικές επιλογές, αλλά τα ζωτικά αιτήματα της εργοδοσίας. Στον αγώνα αυτό, που δεν είναι ούτε μια γιορτή ούτε ένα συλλογικό όνειρο, οι καπιταλιστές έχουν στη διάθεσή τους πληθώρα κομμάτων και ομάδων πολιτικών που μπορούν να αντικαταστήσουν όταν έχουν φθαρεί. Τα παραδείγματα της Ελλάδας και της Ισπανίας αποδεικνύουν ότι, όταν απορρίψουν τα συνηθισμένα κόμματα οι ψηφοφόροι, τότε φαίνονται κόμματα που διαβεβαιώνουν πως θα ασκήσουν πολιτική διαφορετικά και ξέρουν να επωφεληθούν από την απόρριψη των άλλων κομμάτων, για να ασκήσουν στην εξουσία την πολιτική που απαιτούν οι τραπεζιτές και οι εργοδοτές.

Για να υπερασπιστούν οι εργαζόμενοι τα δικά τους συμφέροντα, πρέπει να εμπιστευτούν μόνο τους ίδιους τους εαυτό τους, τη συλλογική τους ισχύ, τη δυνατότητα τους να οργανωθούν. Η τρέχουσα κινητοποίηση αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση υποχώρησε λιγάκι, αν και δεν είναι σημαντικές οι υποχωρήσεις αυτές, αφότου φοβόταν μια συλλογική αντίδραση που μπορούσε να επεκταθεί. Αλλά για να φτάσει κάθε μερικός αγώνας όσο πιο μακριά μπορεί, για να γίνει κάθε απεργία « το σχολείο των εργαζομένων », όπως το είπε ο Έγκελς, πρέπει να εξοπλιστούν οι εργαζόμενοι με ένα κόμμα που εκφράζει τα πολιτικά τους συμφέροντα καθημερινά, που έχει σκοπό να αλλάξει τον συσχετισμό δυνάμεων κάθε αγώνας, είτε μικρός είτε μεγάλος, είτε τοπικός είτε γενικός, να αυξάνει η ταξική συνειδητοποίηση των περισσοτέρων.

Το τρέχον κίνημα αναζωπύρωσε διάφορα κόμματα ή διάφορους πολιτικούς, που προσπαθούν ανάλογα με την ειδίκευση του καθένα να επωφεληθούν από την μικρή αναζωπύρωση αυτή ανάμεσα στην νεολαία ή στους μισθωτούς για να ενισχυθούν, έχοντας σκοπό τις επομένες εκλογές. Είναι χαρακτηριστικό όλων των κινημάτων κάποιου μεγέθους. Η αναζωπύρωση αυτή είναι και μια ευκαιρία για τους αγωνιστές του κομμουνιστικού επαναστατικού κινήματος να εκφραστούν και να υποστηρίξουν μια πολιτική προοπτική που αντιστοιχεί στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Πρέπει να πείσουν όσους νέους και εργαζομένους μπορούν ότι η κοινωνία δεν θα αλλάξει ούτε με την ανακαίνιση « νέας αριστεράς » που είναι μια χίμαιρα, ούτε με την απόρριψη της πολιτικής γενικά, αλλά με την προσπάθεια να χτίσουμε ένα κόμμα καταπιεζομένων που έχει σκόπο να ανατρέψει τον καπιταλισμό χάρη σε μια κοινωνική επανάσταση.

« Lutte de classe » - 20 Απριλίου 2016